- στερεοστατικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοστατική2. το θηλ. ως ουσ. η στερεοστατικήτομέας τής μηχανικής που έχει ως αντικείμενο την έρευνα και τη σπουδή τής στατικής ισορροπίας τών στερεών σωμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereostatique (< στερεός + στατικός)].
Dictionary of Greek. 2013.